- μουστερής
- ο(λ. τουρκ.)1. ο πελάτης, ο αγοραστής: Πέρασαν πολλοί μουστερήδες αλλά δεν ψώνισαν τίποτα.2. μτφ., αυτός που ενδιαφέρεται να αποχτήσει κάτι: Ήρθαν αρκετοί μουστερήδες για να αγοράσουν το διαμέρισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.